- νίβω
- και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω)1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε κρήνη)3. παροιμ. «τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο» ή «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῑρα νίζει» — η πρόοδος επιτυγχάνεται με αλληλοβοήθειανεοελλ.1. φρ. α) «νίπτω τας χείρας μου» — αρνούμαι κάθε προσωπική ευθύνη για ενέργεια που πρόκειται να γίνειβ) «νίψου κι αποφάγαμε» — λέγεται για γρήγορη επιτυχία ή αποτυχία μιας επιχείρησης και γενικά για ταχεία αποπεράτωση2. παροιμ. «όσο θέλεις μαύρη νίψου και μελαχρινή σπογγίσου» — λέγεται για ματαιοπονούντες ή για αδιόρθωτουςμσν.1. ραντίζω, ραίνω με κάτι2. καλλωπίζωαρχ.(γενικά) καθαρίζω κάτι με νερό, πλένω, ξεπλένω, αποπλύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. μορφή τού ρήματος είναι νίζω και ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *nigw- τής ΙΕ ρίζα *neigw- «πλένω» με ενεστωτικό επίθημα *ye / o. To ρ. συνδέεται με αρχ. ιρλδ. nigim «πλένομαι», αρχ. ινδ. nenekti «πλένεται» και ρηματ. επίθ. nikta-, που αντιστοιχεί ακριβώς στο ελλ. νιπτός (πρβλ. ά-νιπτος). Ο τ. νίπτω σχηματίστηκε από τον μέλλ. και αόρ. σε -ψω / -ψα κατά τα ρήματα σε -πτω (θάπτω —θάψω —ἔθαψα, νίψω — ἔνιψα —νίπτω), ενώ ο τ. νίβω < νίπτω (πρβλ. σκάπτω > σκάδω, κλέπτω > κλέβω), βλ. κατάλ. -βω. Ο νεοελλ. τ., τέλος, νίφτω < νίπτω, με -φ- αντί -π-, ανομοιωτικά, προς αποφυγή δύο κλειστών συμφώνων (πρβλ. χάπτω > χάφτω). Το ρ. νίζω / νίπτω / νίβω χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το πλύσιμο μέρους τού σώματος, ποδιών, χεριών ή προσώπου, εν αντιθέσει προς το ρ. λούω, που δήλωνε το πλύσιμο ολόκληρου τού σώματος, και προς το ρ. πλύνω, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για υφάσματα και ρούχα].
Dictionary of Greek. 2013.